Αναζήτησες τη λέξη "αλυσίδα" στα Ελληνικά
αλυσίδα αλυσίδα (η) (Ουσιαστικό) (α-λυ-σί-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 46.mp3 zinxhir (Emër) (zin-xhir/varëse, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 46.mp3 цепь (Существительное) (цепь, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |