Αναζήτησες τη λέξη "αλοιφή" στα Ελληνικά αλοιφή αλοιφή (η) (Ουσιαστικό)(α-λοι-φή, γεν. -ής,πληθ. -ές, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΧρησιμοποιώ μια ειδική αλοιφή για το κάψιμο. Έβαλα αλοιφή στο χέρι μου. 45.mp3 pomadë(Emër)(po-ma-dë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujPërdor një pomadë të veçantë për djegien. Vura pomadë në dorën time. 45.mp3 мазь(Существительное)(мазь, γεν. -и,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыДля ожогов я использую специальную мазь. Я намазал руку мазью. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я