Αναζήτησες τη λέξη "αλμυρός" στα Ελληνικά
αλμυρός αλμυρός, -ή, -ό (Επίθετο) (αλ-μυ-ρός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 44.mp3 (i,e) kripur (Mbiemër) ((i,e) kri-pur, (e,të) -r, -a) | 44.mp3 солёный, -ая, -ое (Прилагательное) (со-лё-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |