Αναζήτησες τη λέξη "αλλεργικός" στα Ελληνικά
αλλεργικός αλλεργικός, -ή, -ό (Επίθετο) (αλ-λερ-γι-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 41.mp3 alergjik, -e (Mbiemër) (a-ler-gjik, -ë, -e) | 41.mp3 аллергический, -ая, -ое (Прилагательное) (ал-лер-ги-чес-кий, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) |