Αναζήτησες τη λέξη "αλεύρι" στα Ελληνικά αλεύρι αλεύρι (το) (Ουσιαστικό)(α-λεύ-ρι, γεν. -ιού)ΠαραδείγματαΜε αυτό το αλεύρι γίνεται ωραία πίτα. Με αλεύρι για όλες τις χρήσεις φτιάχνουμε γλυκά και πίτες. 38.mp3 miell(Emër)(mi-ell, gj. -it)ShembujMe këtë miell bëhet byrek i mirë. Me miell për të gjitha përdorimet bëjmë ëmbëlsira dhe byrekë. 38.mp3 мука(Существительное)(му-ка, γεν. -и)ПримерыИз этой муки делают прекрасные пироги. Из муки общего назначения мы делаем сладости и пироги. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я