Αναζήτησες τη λέξη "αλεπού" στα Ελληνικά

αλεπού αλεπού (η)

(Ουσιαστικό)

(α-λε-πού, γεν. -ούς,
πληθ. -ούδες, γεν. -ούδων)

37.mp3 dhelpër

(Emër)

(dhel-për, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

37.mp3 лиса

(Существительное)

(ли-са, γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я