Αναζήτησες τη λέξη "ακούω" στα Ελληνικά
ακούω ακούω (Ρήμα) (ενεστ. α-κού-ω, αόρ. άκουσα, | 33.mp3 dëgjoj (Folje) (e tashme dë-gjoj, e kr. thj v. dëgjova, | 33.mp3 слышать (Глагол) (ενεστ. слы-шать, αόρ. услышал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "ακούω" στα Ελληνικά
ακούω ακούω (Ρήμα) (ενεστ. α-κού-ω, αόρ. άκουσα, | 33.mp3 dëgjoj (Folje) (e tashme dë-gjoj, e kr. thj v. dëgjova, | 33.mp3 слышать (Глагол) (ενεστ. слы-шать, αόρ. услышал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |