Αναζήτησες τη λέξη "ακολουθώ" στα Ελληνικά
ακολουθώ ακολουθώ (Ρήμα) (ενεστ. α-κο-λου-θώ, αόρ. ακολούθησα, | 32.mp3 ndjek (Folje) (e tashme ndjek, e kr. thj v. ndoqa, | 32.mp3 следовать (Глагол) (ενεστ. сле-до-вать, αόρ. последовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |