Αναζήτησες τη λέξη "ακατοίκητος" στα Ελληνικά
ακατοίκητος ακατοίκητος, -η, -ο (Επίθετο) (α-κα-τοί-κη-τος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 29.mp3 (i,e) pabanueshëm, -e (Mbiemër) ((i,e) pa-ba-nu-e-shëm, (e,të) pabanueshëm) -e) | 29.mp3 нежилой, -ая, -ое (Прилагательное) (не-жи-лой, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |