Αναζήτησες τη λέξη "αιτία" στα Ελληνικά αιτία αιτία (η) (Ουσιαστικό)(αι-τί-α, γεν. -ας,πληθ. -ες, γεν. -ών)Παραδείγματα Δεν γνωρίζει την αιτία της αρρώστιας του. Ψάχνει αιτία, για να φύγει από την παρέα. Έφυγε χωρίς αιτία. 27.mp3 shkak(Emër)(shkak, gj. -ut,sh. -et, gj. -eve)ShembujNuk njeh shkakun e sëmundjes së tij. Kërkon shkak për të ikur nga shoqëria. Iku pa shkak. 27.mp3 причина(Существительное)(при-чи-на, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыОн не знает причины его заболевания. Он ищет причины, чтобы уйти из компании. Он ушел без причины. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я