Αναζήτησες τη λέξη "αισθάνομαι" στα Ελληνικά
αισθάνομαι αισθάνομαι (Ρήμα) (ενεστ. αι-σθά-νο-μαι, αόρ. αισθάνθηκα) | 26.mp3 ndihem (Folje) (e tashme ndi-hem, e kr. thj v. ndjeva, | 26.mp3 чувствовать (Глагол) (ενεστ. чувс-тво-вать, αόρ. почувствовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |