Αναζήτησες τη λέξη "αεροδρόμιο" στα Ελληνικά
αεροδρόμιο αεροδρόμιο (το) (Ουσιαστικό) (α-ε-ρο-δρό-μι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 22.mp3 aeroport (Emër) (a-e-ro-port, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 22.mp3 аэропорт (Существительное) (а-э-ро-порт, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |