Αναζήτησες τη λέξη "αδυνατίζω" στα Ελληνικά
αδυνατίζω αδυνατίζω (Ρήμα) (ενεστ. α-δυ-να-τί-ζω, αόρ. αδυνάτισα, | 20.mp3 dobësohem (Folje) (e tashme do-bë-so-hem, e kr. thj v. dobësova, | 20.mp3 худеть (Глагол) (ενεστ. ху-деть, αόρ. похудел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |