Αναζήτησες τη λέξη "αδιάβαστος" στα Ελληνικά
αδιάβαστος αδιάβαστος, -η, -ο (Επίθετο) (α-διά-βα-στος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 19.mp3 (i,e) palexuar (Mbiemër) ((i,e) pa-le-xu-ar, (e,të) -r, -a) | 19.mp3 непрочитанный, -ая, -ое (Прилагательное) (не-про-чи-тан-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |