Αναζήτησες τη λέξη "αδερφός" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| αδερφός αδερφός (ο) (Ουσιαστικό) (α-δερ-φός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) | 18.mp3 vëlla (Emër) (vë-lla, gj. -it, sh. -it, gj. -rve) | 18.mp3 брат (Существительное) (брат, γεν. -а, πληθ. -я, γεν. -ев) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!