Αναζήτησες τη λέξη "αδειάζω" στα Ελληνικά

αδειάζω αδειάζω

(Ρήμα)

(ενεστ. α-δειά-ζω, αόρ. άδειασα,
παθ. αόρ. αδειάστηκα, παθ. μτχ. αδειασμένος)

16.mp3 zbraz

(Folje)

(e tashme zbraz, e kr. thj v. zbraza,
e kr. thj. jov. u zbraza, pjesore zbrazur)

16.mp3 освобождать (место)
audio/mp3/ru/other/16b.mp3 разбирать

(Глагол)

(ενεστ. ос-во-бож-дать, αόρ. освободил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. освободился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. освободившийся)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я