Αναζήτησες τη λέξη "αδειάζω" στα Ελληνικά
αδειάζω αδειάζω (Ρήμα) (ενεστ. α-δειά-ζω, αόρ. άδειασα, Παραδείγματα | 16.mp3 zbraz (Folje) (e tashme zbraz, e kr. thj v. zbraza, | 16.mp3 освобождать (место) (Глагол) (ενεστ. ос-во-бож-дать, αόρ. освободил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |