Αναζήτησες τη λέξη "αγωνίζομαι" στα Ελληνικά
αγωνίζομαι αγωνίζομαι (Ρήμα) (ενεστ. α-γω-νί-ζο-μαι, αόρ. αγωνίστηκα) | 14.mp3 përpiqem (Folje) (e tashme për-pi-qem | 14.mp3 бороться (Глагол) (ενεστ. бо-роть-ся, αόρ. боролся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.)) |