Αναζήτησες τη λέξη "αγριεύω" στα Ελληνικά
αγριεύω αγριεύω (Ρήμα) (ενεστ. α-γρι-εύ-ω, αόρ. αγρίεψα, | 11.mp3 egërsoj (Folje) (e tashme e-gër-soj, e kr. thj v. egërsova, | 11.mp3 сердиться (Глагол) (ενεστ. сер-дить-ся, αόρ. рассердился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), |