Αναζήτησες τη λέξη "αγγίζω" στα Ελληνικά
αγγίζω αγγίζω (Ρήμα) (ενεστ. αγ-γί-ζω, αόρ. άγγιξα, Παραδείγματα | 5.mp3 prek (Folje) (e tashme prek, e kr. thj v. preka, | 5.mp3 трогать (Глагол) (ενεστ. тро-гать, αόρ. тронул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |