Αναζήτησες τη λέξη "αγανακτώ" στα Ελληνικά

αγανακτώ αγανακτώ

(Ρήμα)

(ενεστ. α-γα-να-κτώ, αόρ. αγανάκτησα,
παθ. μτχ. αγανακτισμένος)

2.mp3 revoltohem

(Folje)

(e tashme re-vol-to-hem
e kr. thj. jov. u revoltova, pjesore revoltuar)

2.mp3 возмущаться
audio/mp3/ru/other/2b.mp3 раздражаться

(Глагол)

(ενεστ. воз-му-щать-ся, αόρ. возмутился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.),
παθ. μτχ. возмущённый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я