Αναζήτησες τη λέξη "αγανακτώ" στα Ελληνικά
αγανακτώ αγανακτώ (Ρήμα) (ενεστ. α-γα-να-κτώ, αόρ. αγανάκτησα, | 2.mp3 revoltohem (Folje) (e tashme re-vol-to-hem | 2.mp3 возмущаться (Глагол) (ενεστ. воз-му-щать-ся, αόρ. возмутился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), |