Αναζήτησες τη λέξη "αίμα" στα Ελληνικά
αίμα αίμα (το) (Ουσιαστικό) (αί-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) Παραδείγματα | 25.mp3 gjak (Emër) (gjak, gj. -ut, sh. -at, gj. -ave) | 25.mp3 кровь (Существительное) (кровь, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |