Αναζήτησες τη λέξη "ήπειρος" στα Ελληνικά
ήπειρος ήπειρος (η) (Ουσιαστικό) (ή-πει-ρος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) Παραδείγματα | 415.mp3 kontinent (Emër) (ko-nti-nent, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 415.mp3 континент (Существительное) (ма-те-рик, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |