Αναζήτησες τη λέξη "έφηβος" στα Ελληνικά
έφηβος έφηβος (ο,η) (Ουσιαστικό) (έ-φη-βος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 384.mp3 adoleshent (Emër) (a-do-le-shent, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 384.mp3 подросток (Существительное) (под-рос-ток, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |