Αναζήτησες τη λέξη "έπιπλο" στα Ελληνικά έπιπλο έπιπλο (το) (Ουσιαστικό)(έ-πι-πλο, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΑγοράσαμε τα έπιπλα για το καινούργιο σπίτι μας. 357.mp3 mobilje(Emër)(mo-bi-lje, gj. -es,sh. -et, gj. -eve)ShembujBlemë mobiljet për shtëpinë tonë të re. 357.mp3 мебель(Существительное)(ме-бель, γεν. -и)ПримерыМы купили мебель для нашего нового дома. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я