Αναζήτησες τη λέξη "έμπορος" στα Ελληνικά

έμπορος έμπορος (ο)

(Ουσιαστικό)

(έ-μπο-ρος, γεν. -ου,
πληθ. -οι, γεν. -ων)

335.mp3 tregtar

(Emër)

(treg-tar, gj. -it,
sh. -ët, gj. -ëve)

335.mp3 торговец

(Существительное)

(тор-го-вец, γεν. -а,
πληθ. -ы, γεν. -ев)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я