Αναζήτησες τη λέξη "έμπορος" στα Ελληνικά
έμπορος έμπορος (ο) (Ουσιαστικό) (έ-μπο-ρος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 335.mp3 tregtar (Emër) (treg-tar, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 335.mp3 торговец (Существительное) (тор-го-вец, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ев) |