Αναζήτησες τη λέξη "έλκηθρο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
έλκηθρο έλκηθρο (το) (Ουσιαστικό) (έλ-κη-θρο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 327.mp3 slitë (Emër) (sli-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 327.mp3 сани (Существительное) (са-ни, γεν. -ей) |