Αναζήτησες τη λέξη "έκταση" στα Ελληνικά
έκταση έκταση (η) (Ουσιαστικό) (έ-κτα-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 316.mp3 sipërfaqe (Emër/Emër) (si-për-fa-qe/shtrir-je) | 316.mp3 площадь (Существительное) (про-щадь, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |