Αναζήτησες τη λέξη "έκτακτος" στα Ελληνικά
έκτακτος έκτακτος, -η, -ο (Επίθετο) (έ-κτα-κτος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 315.mp3 (i) jashtëzakonshëm, -e (Mbiemër) ((i,e) ja-shtë-za-kon-shëm, (e,të) -m, -e) | 315.mp3 экстренный, -ая, -ое (Прилагательное) (экст-рен-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |