Αναζήτησες τη λέξη "έκπτωση" στα Ελληνικά

έκπτωση έκπτωση (η)

(Ουσιαστικό)

(έκ-πτω-ση, γεν. -ης, -εως,
πληθ. -εις, γεν. -εων)

313.mp3 ulje

(Emër)

(ul-je, gj. -es,
sh. -et, gj. -eve)

313.mp3 скидка

(Существительное)

(скид-ка, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я