Αναζήτησες τη λέξη "έκπτωση" στα Ελληνικά έκπτωση έκπτωση (η) (Ουσιαστικό)(έκ-πτω-ση, γεν. -ης, -εως,πληθ. -εις, γεν. -εων)ΠαραδείγματαΑυτήν την περίοδο έχει έκπτωση 50% στις τιμές των ρούχων. Είναι οριστική η έκπτωσή του από τη θέση του διευθυντή. Συνήθως αγοράζω ρούχα στις εκπτώσεις. 313.mp3 ulje(Emër)(ul-je, gj. -es,sh. -et, gj. -eve)ShembujAktualisht ka një ulje 50% në çmimet e rrobave. Është përfundimtare ulja e tij nga posti i drejtorit. Zakonisht blej rroba në ulje çmesh. 313.mp3 скидка(Существительное)(скид-ка, γεν. -и,πληθ. -и)ПримерыВ этот период на одежду действуют скидки 50 %. Лишение его должности директора было окончательным. Обычно я покупаю одежду в период скидок. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я