Αναζήτησες τη λέξη "έκπληξη" στα Ελληνικά
έκπληξη έκπληξη (η) (Ουσιαστικό) (έκ-πλη-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 311.mp3 suprizë (Emër) (su-pri-zë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 311.mp3 сюрприз (Существительное) (сюр-приз, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |