Αναζήτησες τη λέξη "έκθεση" στα Ελληνικά
έκθεση έκθεση (η) (Ουσιαστικό) (έκ-θε-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 307.mp3 hartim (Emër/Emër) (har-tim/eks-po-zi-të/eks-po-zim ) | 307.mp3 выставка (Существительное) (вы-став-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |