Αναζήτησες τη λέξη "έδαφος" στα Ελληνικά

έδαφος έδαφος (το)

(Ουσιαστικό)

(έ-δα-φος, γεν. -ους,
πληθ. -η, γεν. -ών)

296.mp3 terren

(Emër)

(te-rren, gj. -it,
sh. -et, gj. -eve)

296.mp3 грунт
audio/mp3/ru/other/296b.mp3 местность

(Существительное)

(грунт, γεν. -а,
πληθ. -ы, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я