Αναζήτησες τη λέξη "έδαφος" στα Ελληνικά
έδαφος έδαφος (το) (Ουσιαστικό) (έ-δα-φος, γεν. -ους, πληθ. -η, γεν. -ών) | 296.mp3 terren (Emër) (te-rren, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 296.mp3 грунт (Существительное) (грунт, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |