Αναζήτησες τη λέξη "έγκλημα" στα Ελληνικά
έγκλημα έγκλημα (το) (Ουσιαστικό) (έ-γκλη-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 290.mp3 krim (Emër) (krim, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 290.mp3 преступление (Существительное) (пре-ступ-ле-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |