Αναζήτησες τη λέξη "άτομο" στα Ελληνικά

άτομο άτομο (το)

(Ουσιαστικό)

(ά-το-μο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

97.mp3 person

(Emër)

(per-son, gj. -it,
sh. -at, gj. -ave)

97.mp3 человек

(Существительное)

(че-ло-век, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ей)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я