Αναζήτησες τη λέξη "άτομο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
άτομο άτομο (το) (Ουσιαστικό) (ά-το-μο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 97.mp3 person (Emër) (per-son, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 97.mp3 человек (Существительное) (че-ло-век, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ей) |