Αναζήτησες τη λέξη "άτομο" στα Ελληνικά άτομο άτομο (το) (Ουσιαστικό)(ά-το-μο, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΕτοιμάσαμε φαγητό για πέντε άτομα. Το ασανσέρ χωράει πέντε άτομα. 97.mp3 person(Emër)(per-son, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)ShembujPërgatisim ushqim për pesë persona. Ashensori nxë pesë persona. 97.mp3 человек(Существительное)(че-ло-век, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыМы приготовили еду на пять человек. В лифт помещается пять человек. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я