Αναζήτησες τη λέξη "άστεγος" στα Ελληνικά
άστεγος άστεγος, -η, -ο (Επίθετο) (ά-στε-γος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 93.mp3 (i,e) pastrehë (Mbiemër) ((i,e) pa-stre-hë, (e,të) -ë, -a) | 93.mp3 без-дом-ный, -ая, -ое (Прилагательное) (без-дом-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |