Αναζήτησες τη λέξη "άσπρος" στα Ελληνικά
άσπρος άσπρος, -η, -ο (Επίθετο) (ά-σπρος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 92.mp3 (i,e) bardhë (Mbiemër) ((i,e) bar-dhë, (e,të) -ë, -a) | 92.mp3 белый, -ая, -ое (Прилагательное) (бе-лый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |