Αναζήτησες τη λέξη "άνεργος" στα Ελληνικά
άνεργος άνεργος, -η, -ο (Επίθετο) (ά-νερ-γος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 78.mp3 (i,e) papunë (Mbiemër) ((i,e) pa-pu-në, (e,të) -ë, -a) | 78.mp3 безработный, -ая, -ое (Прилагательное) (без-ра-бот-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |