Αναζήτησες τη λέξη "άνδρας" στα Ελληνικά άνδρας άνδρας (ο) (Ουσιαστικό)(άν-δρας, γεν. -α,πληθ. -ες, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΆνδρες και γυναίκες πήραν μέρος στην εκδήλωση. Τηλεφώνησε ο άνδρας της. Έγινες ολόκληρος άντρας! Ο άντρας της αδερφής μου είναι υδραυλικός. Φέρθηκε σαν άντρας! 75.mp3 burrë(Emër)(bu-rrë, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)ShembujBurra dhe gra morën pjesë në këtë manifestim. Telefonoi burri i saj. U bëre burrë i tërë! Burri i motrës sime është hidraulik. U soll si burrë! 75.mp3 мужчина(Существительное)(муж-чи-на, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыМужчины и женщины участвовали в мероприятии. Ей позвонил муж. Да ты стал мужчиной! (повзрослел) Муж моей сестры - водопроводчик. Он повел себя как мужчина! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я