Αναζήτησες τη λέξη "άκλιτος" στα Ελληνικά
άκλιτος άκλιτος, -η, -ο (Επίθετο) (ά-κλι-τος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 31.mp3 (i,e) palakueshëm, -e (Mbiemër) ((i,e) pa-la-ku-e-shëm, (e,të) -m, -e) | 31.mp3 несклоняемый, -ая, -ое (Прилагательное) (не-скло-ня-е-мый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |