Αναζήτησες τη λέξη "άδειος" στα Ελληνικά
άδειος άδειος, -α, -ο (Επίθετο) (ά-δει-ος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 17.mp3 (i,e) zbrazët (Mbiemër) ((i,e) zbra-zët, (e,të) zbrazët) -a) | 17.mp3 пустой, -ая, -ое (Прилагательное) (пус-той, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |