Αναζήτησες τη λέξη "άδεια" στα Ελληνικά
άδεια άδεια (η) (Ουσιαστικό) (ά-δει-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 15.mp3 leje (Emër) (le-je, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 15.mp3 разрешение (Существительное) (раз-ре-ше-ние, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |