Αναζήτησες τη λέξη "άγριος" στα Ελληνικά
άγριος άγριος, -α, -ο (Επίθετο) (ά-γρι-ος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 12.mp3 (i,e) egër (Mbiemër) ((i,e) e-gër, (e,të) egër) -a) | 12.mp3 дикий, -ая, -ое (Прилагательное) (ди-кий, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) |