Αναζήτησες τη λέξη "άγνωστος" στα Ελληνικά
άγνωστος άγνωστος, -η, -ο (Επίθετο) (ά-γνω-στος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 8.mp3 (i,e) panjohur (Mbiemër) ((i,e) pa-njo-hur, (e. të) panjohur) -a) | 8.mp3 незнакомый, -ая, -ое (Прилагательное) (не-зна-ко-мый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |