Αναζήτησες τη λέξη "άγαλμα" στα Ελληνικά
άγαλμα άγαλμα (το) (Ουσιαστικό) (ά-γαλ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 1.mp3 statujë (Emër) (sta-tu-jë, gj. - ës, sh. -at, gj. -ave) | 1.mp3 статуя (Существительное) (ста-ту-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |