Αναζήτησες τη λέξη "pushim" στα Αλβανικά
250.mp3 pushim (Emër) (pu-shim, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | διάλειμμα διάλειμμα (το) (Ουσιαστικό) (διά-λειμ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) Παραδείγματα | 250.mp3 перемена (Существительное) (пе-ре-ме-на, γεν. -ы, πληθ. -ы) |