Αναζήτησες τη λέξη "profesion" στα Αλβανικά
345.mp3 profesion (Emër) (pro-fe-si-on, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | επάγγελμα επάγγελμα (το) (Ουσιαστικό) (ε-πά-γγελ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 345.mp3 профессия (Существительное) (про-фес-си-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |