Αναζήτησες τη λέξη "minierë" στα Αλβανικά
861.mp3 minierë (Emër) (mi-ni-e-rë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | ορυχείο ορυχείο (το) (Ουσιαστικό) (ο-ρυ-χεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 861.mp3 шахта (Существительное) (шах-та, γεν. -ы, πληθ. -ы) |