Αναζήτησες τη λέξη "lëvroj" στα Αλβανικά

852.mp3 lëvroj

(Folje)

(e tashme lëv-roj, e kr. thj v. lëvrova,
e kr. thj. jov. u lëvrova, pjesore lëvruar)

οργώνω οργώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. ορ-γώ-νω, αόρ. όργωσα,
παθ. αόρ. οργώθηκα, παθ. μτχ. οργωμένος)

852.mp3 вспахивать

(Глагол)

(ενεστ. вспа-хи-вать, αόρ. вспахал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. вспахался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. вспаханный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я