Αναζήτησες τη λέξη "banor" στα Αλβανικά
513.mp3 banor (Emër) (ba-nor, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | κάτοικος κάτοικος (ο) (Ουσιαστικό) (κά-τοι-κος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 513.mp3 житель (Существительное) (жи-тель, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |